αιμομικτικός

αιμομικτικός
-ή, -ό και αιμομεικτικός [αιμομίκτης]
ο σχετικός με την αιμομιξία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αιμομείκτης — αιμομεικτικός, αιμομειξία κ.λπ. βλ. αιμομίκτης, αιμομικτικός, αιμομιξία κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”